- πελάγει
- πέλαγοςthe seaneut nom/voc/acc dual (attic epic)πελάγεϊ , πέλαγοςthe seaneut dat sg (epic ionic)πέλαγοςthe seaneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Scheria — (ancient Greek polytonic|Σχερίη or polytonic|Σχερία), also Scherie or Phaeacia, was a region of land in the eastern Mediterranean in Greek mythology, first mentioned in Homer s Odyssey as the home of the Phaiakians and the last destination of… … Wikipedia
Ogygia — Odysseus and Calypso in the caves of Ogygia. Painting by Jan Brueghel the Elder (1568–1625) Ogygia (Greek: Ὠγυγίη or Ὠγυγία; Ogygiē/Ogygia), is an island mentioned in Homer s Odyssey, Book V, as the home of the nymph Calypso, the daughter of the … Wikipedia
GALLINARIA — ins. parv. in mari Tusco, contra montes Ligusticos, ut inquit Vatro. l. 2. de Re Rust. a gallinis rusticis appellata. Vide Colum l. 8. c. 2. seu verius scopulus, hodie l Isolotto d Albenga. Sozomen. l. 3. c. 13. de B. Martino. Καὶ ἐπί τινα χρόνον … Hofmann J. Lexicon universale
είτε — (AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε) (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφαση («εἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ οὖν θανόντος εἴτε καὶ… … Dictionary of Greek
εύξεινος — ο(ν) (Α εὔξεινος, ον, ιων. τ. τού εὔξενος, ον) φρ. «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος» (κατ ευφ. αντί άξενος) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», Ηρόδ.) αρχ. (και με τα ουσ. πέλαγος, οἶδμα) φιλικός προς τους… … Dictionary of Greek
κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα … Dictionary of Greek
ύφος — το / ὕφος, εος και ους, ΝΑ μτφ. ο ατομικός τρόπος έκφρασης, ο προσωπικός τρόπος σύνθεσης τών λέξεων και φράσεων τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο νεοελλ. 1. γλωσσ. ο τρόπος τής πλοκής τών λέξεων και προτάσεων, ο ιδιαίτερος ατομικός… … Dictionary of Greek
Θεοδώρου, Νέλλη — (Αθήνα 1938 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε στο Γαλλικό, Αγγλικό και Γερμανικό ινστιτούτο. Έγραψε μυθιστορήματα, ποιήματα κ.ά. Ανήκει στη μεταπολεμική γενιά των λογοτεχνών. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1958 με την έκδοση του… … Dictionary of Greek
ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… … Православная энциклопедия